Level One:
Level Two:
Level Three:
Translation:
δέδυκε μὲν ἀ σελάνα
δύω - to sink, dive in; t.v.
ἀ σελάνα, σελἀνας - Moon; 1, f.
δύω - to sink, dive in; t.v.
ἀ σελάνα, σελἀνας - Moon; 1, f.
μέν... δέ... - on the one hand... on the other hand... conj.
The Moon
καὶ Πληϊάδες, μέσαι δὲ
αἰ Πληϊάδες - the Pleiades; 3, f.
αἰ Πληϊάδες - the Pleiades; 3, f.
μέση, μέσον, μέσος - middle, mid; M, adj.
αἰ Πληϊάδες - the Pleiades; 3, f.
μέση, μέσον, μέσος - middle, mid; M, adj.
καί - and, also, even; conj. δέ - and; conj.
and Pleiades have set, and (many) mid
νύκτες, παρὰ δ' ἔρχεθ' ὥρα·
ἔρχομαι - to come, go; i.v.
ἠ νύκτη, νύκτος - night; 3, f. ἠ ὤρα, ὤρας - season, any regularly defined amount of time; 1, f.
ἠ νύκτη, νύκτος - night; 3, f. ἠ ὤρα, ὤρας - season, any regularly defined amount of time; 1, f.
ἠ νύκτη, νύκτος - night; 3, f. ἠ ὤρα, ὤρας - season, any regularly defined amount of time; 1, f.
δέ - and; conj. παρά - along, past; prep.
nights (besides), and (the) season goes by;
ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω.
καθεύδω - sleep; t.v.
καθεύδω - sleep; t.v.
μόνα, μόνον, μόνος - alone; M, adj.
καθεύδω - sleep; t.v.
μόνα, μόνον, μόνος - alone; M, adj.
ἐγώ, μοῦ - I; 1, f. δέ - and; conj.
and I sleep alone.